μυθητής
From LSJ
γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
English (LSJ)
μυθητοῦ, ὁ, relater of fables, Antig.Mir.120.
German (Pape)
[Seite 214] ὁ, Sprecher, Erzähler. – Nach Eust. zu Od. 21, 71 brauchte es Anacr. = στασιαστής, d. i. aufrührerische Reden führend. Vgl. μυθιήτης.
Greek Monolingual
μυθητής, ὁ (Α) μυθώ
1. αυτός που διηγείται μύθους
2. αυτός που εκφωνεί επαναστατικούς λόγους, ο στασιαστής.
Russian (Dvoretsky)
μῡθητής: дор. μῡθητάς, οῦ ὁ
1 призывающий к восстанию Anacr.;
2 оратор Plut.