πήνα
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Full diacritics: πήνα | Medium diacritics: πήνα | Low diacritics: πήνα | Capitals: ΠΗΝΑ |
Transliteration A: pḗna | Transliteration B: pēna | Transliteration C: pina | Beta Code: ph/na |
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπήνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀπήνη «άμαξα, άρμα» με αποκοπή του αρκτικού α- (βλ. λ. απήνη)].