ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Full diacritics: πήνα | Medium diacritics: πήνα | Low diacritics: πήνα | Capitals: ΠΗΝΑ |
Transliteration A: pḗna | Transliteration B: pēna | Transliteration C: pina | Beta Code: ph/na |
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπήνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀπήνη «άμαξα, άρμα» με αποκοπή του αρκτικού α- (βλ. λ. απήνη)].