ὑπερβίβασις
English (LSJ)
-εως, ἡ, v. ὑπέρβασις III.
German (Pape)
[Seite 1192] εως, ἡ, das Darüberführen, -setzen (?).
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβίβᾰσις: -εως, ἡ, τὸ μεταβιβάζειν, διαβιβάζειν ὑπεράνω, διαβίβασις, ἴδε ὑπέρβασις ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α ὑπερβιβάζω
διαβίβαση, πέρασμα πάνω από κάτι («τῶν λέμβων ὑπερβίβασις», Πολ.).