θεῖναι
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
English (LSJ)
aor. 2 inf. Act. of τίθημι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de τίθημι;
inf. ao. de θείνω.
Russian (Dvoretsky)
θεῖναι:
I inf. aor. 2 к τίθημι.
II inf. aor. 1 к θείνω.
Greek (Liddell-Scott)
θεῖναι: ἀπαρ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ τοῦ τίθημι. ΙΙ. ἀπαρ. ἀορ. α΄ τοῦ θείνω.
English (Autenrieth)
see τίθημι.
Greek Monotonic
θεῖναι:I. απαρ. αορ. βʹ του τίθημι
II. αόρ. αʹ απαρεμφ. του θείνω.