ναΐ
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Full diacritics: νᾱτ | Medium diacritics: ναΐ | Low diacritics: ναΐ | Capitals: ΝΑΪ |
Transliteration A: naḯ | Transliteration B: nai | Transliteration C: nai | Beta Code: nat |
Dor. poet. dat. of ναῦς.
dor. c. νηΐ, dat. sg. de ναῦς.
νᾱΐ: дор. (= νηΐ) dat. sing. к ναῦς.
νᾱΐ: Δωρ. ποιητ. δοτ. τοῦ ναῦς, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ.
νᾱΐ: Δωρ. ποιητ. δοτ. του ναῦς.