καταδράθω
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
v. καταδαρθάνω.
English (Autenrieth)
see καταδαρθάνω.
Greek Monotonic
καταδράθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
καταδράθω: эп. conjct. act. к καταδαρθάνω.