καταδράθω
From LSJ
English (LSJ)
v. καταδαρθάνω.
English (Autenrieth)
see καταδαρθάνω.
Greek Monotonic
καταδράθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
καταδράθω: эп. conjct. act. к καταδαρθάνω.
Full diacritics: καταδράθω | Medium diacritics: καταδράθω | Low diacritics: καταδράθω | Capitals: ΚΑΤΑΔΡΑΘΩ |
Transliteration A: katadráthō | Transliteration B: katadrathō | Transliteration C: katadratho | Beta Code: katadra/qw |
v. καταδαρθάνω.
see καταδαρθάνω.
καταδράθω: [ᾰ], υποτ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.
καταδράθω: эп. conjct. act. к καταδαρθάνω.