παραθρίζω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
v. παραθερίζω.
German (Pape)
[Seite 479] zsgz. st. παραθερίζω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
παραθρίζω: ἴδε ἐν λ. παραθερίζω.