v. ὁ, ἡ, τό.
τοῖιν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. τοῦ δυϊκοῦ τοῦ ὁ, τοῖιν δ’ ἔγνω πρόσθεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας Ἰλ. Ν. 66, κλπ.
Α(αρθρ.) (επικ. γεν. και δοτ. του δυϊκ.) βλ. ο.
τοῖιν: Επικ. αντί τοῖν, γεν. και δοτ. δυϊκ. του ὁ.