ταινίδιον

From LSJ
Revision as of 10:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταινίδιον Medium diacritics: ταινίδιον Low diacritics: ταινίδιον Capitals: ΤΑΙΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: tainídion Transliteration B: tainidion Transliteration C: tainidion Beta Code: taini/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ταινία,
A strip of linen, Hp.Acut. (Sp.) 15, Sor. Fasc.36, al.; strip of skin, Heliod. ap. Orib.45.5.3, Antyll.ib.45.26.1.
II Dim. of ταινία III, PMich.Zen.38.8 (iii B.C.).
III perhaps small jewel-case, δακτύλιος χρυσοῦς ἐν -ίῳ ἐνδεδεμένος ξυλίνῳ IG11(2).161 B51, cf. 119, 203 B 68 (Delos, iii B.C.); στλεγγίδιον χρυσοῦν ἐπὶ ταινιδίῳ ib.82, cf. 91; ὅρμος χρυσοῦς ἐπὶ ταινιδίου Inscr.Délos 442 B202 (ii B.C.).
IV small ribbon, στέφανον ἐλάας μετὰ -ου φοινικιοῦ SIG 1018 (Pergam., iii B.C.); τ. χρυσοῦν IG11(2).203B48; ὁλκὴ.. σὺν ταινιδίοις καὶ λίνῳ ib.81.

German (Pape)

[Seite 1063] τό, = Folgdm, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταινίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ταινία, λωρὶς λινοῦ ὑφάσματος, Ἱππ. 398. 54, κτλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α ταινία
υποκορ.
1. μικρή και στενή λωρίδα υφάσματος
2. δερμάτινο λουρί
3. μικρή κοσμηματοθήκηδακτύλιος χρυσοῦς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», επιγρ. Δήλου)
4. λεπτό κόσμημα («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῦ», επιγρ.).