ἔκτεισις
From LSJ
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
English (LSJ)
Arc. ἐσεισις, εως, ἡ, later ἔκτισις, payment in full, IG5(2).6.37 (Tegea, iv B. C.), SIG279.17 (iv B. C.), PCair.Zen.1.18,44 (iii B.C.), PPetr.3p.160 (iii B. C.), etc.; ζημίας Pl.Lg.855a(pl.); ἔκτεισις δεκαπλασία Din.2.17; ἡ ἔ. ἦν ἐπὶ τῆς ἐνάτης πρυτανείας And.1.73; προικός D.40.56; ἔ. ποιεῖσθαι, = ἐκτίνειν, Id.27.67; ἔγγυος εἰς ἔκτεισιν PHib.1.94 (iii B. C.), etc.; ἔκτεισις δίκης, ἔκτεισις προστίμου, Iamb.Myst.4.5, PLond.1.113 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
v. ἔκτισις.
Greek Monolingual
ἔκτεισις, η (Α)
διάφορ. τ. του έκτισις, σε επιγραφές και παπύρους.