σαβακάθιον
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
[κᾰ], τό, = σάβανον, Hsch. s.v. κεκρύφαλος, POxy. 2002v.4 (vi A.D.); σαβακάτια (pl.) prob. in PCornell 29.2 (prob. ii A.D.): also σαββακάθιον, Phot. s.v. κεκρύφαλον, σαβάκανον, Hsch. s.v. κρύφαλον.
Greek Monolingual
και σαββακάθιον, τὸ, ΜΑ, και σαβακάτιον και σαβάκανον Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ σάβανον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σάβανον.