λογογραφία

Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ,
A writing of speeches: and generally, of prose, Pl. Phdr.257e, 258b; ἱστορία καὶ ἡ ἄλλη λ. Hermog.Id.2.12; esp. speech-writing for money, Demad.8.
2 office of official recorder in a lawcourt, PAmh.2.82.7 (iii/iv A. D.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 composition en prose ; particul. composition d'un discours;
2 composition d'un discours pour autrui.
Étymologie: λογογράφος.

German (Pape)

ἡ, das Schreiben in Prosa, im Gegensatz der Dichtkunst, bes. das Schreiben einer Rede, Plat. Phaedr. 257e und Sp.; das Redenschreiben für Geld, Demad. 8.

Russian (Dvoretsky)

λογογρᾰφία: ἡ сочинение прозаических произведений, преимущ. составление речей Plat.

Greek (Liddell-Scott)

λογογρᾰφία: ἡ, τὸ γράφειν, συντάσσειν λόγους· καὶ καθόλου, ἐπὶ πεζοῦ λόγου, Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, 258Β· κυρίως τὸ γράφειν λόγους (ῥητορικοὺς) ἐπὶ χρήμασι, Δημάδ. 179. 26.

Greek Monolingual

η (Α λογογραφία) λογογράφος
νεοελλ.
η συγγραφή πεζογραφημάτων
αρχ.
1. η συγγραφή ή σύνταξη λόγων, συνήθως ρητορικών και επ' αμοιβή
2. η υπηρεσία ή το αξίωμα του αρχειοφύλακα δικαστηρίου.

Greek Monotonic

λογογρᾰφία: ἡ, σύνταξη λόγων, και γενικά, πεζών κειμένων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

λογογρᾰφία, ἡ,
a writing of speeches, and, generally, of prose, Plat.

English (Woodhouse)

composition of speeches