ἀρθριτικός
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
English (LSJ)
ἀρθριτική, ἀρθριτικόν, (ἄρθρον)
A of or for the joints, νόμος Hp.Art. 18.
II diseased in the joints, gouty, Id.Epid.6.4.3, Damox.2.32, Cic.Fam.9.23: τὰ ἀρθριτικά Hp.Epid.7.100; ἀ. ἀλήματα Gal.17(2).125.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic.
1 relativo a, de las articulaciones νόμος Hp.Art.18, ἀλήματα Gal.17(2).125, λοιμός Hippiatr.4.9 (tít.).
2 subst. ὁ ἀ. artrítico, enfermo de las articulaciones Hp.Epid.6.4.3, Damox.2.32, Cic.Fam.9.23, Gal.17(2).125, dif. de ποδαγρικός Dsc.1.102
•τὰ ἀρθριτικά afecciones artríticas Hp.Aph.3.20, Epid.7.100.
German (Pape)
[Seite 350] (die Gelenke betreffend), gichtisch krank, Damoch. com. Ath. III, 102 b (v. 32); Diosc.; Cic. Att. 9, 23.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθριτικός: мед. артритический Cic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρῑτικός: -ή, -όν, (ἄρθρον) ὁ περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, κατὰ τὸν νόμον τὸν ἀρθριτικὸν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ. ὁ πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Ἱππ. 1179, Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 32, Κικ. Epist. Ad. Fam. 9. 23: - τὰ ἀρθριτικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1258.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀρθριτικός, -ή, -όν) αρθρίτιδα
1. αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αρθριτικά
η αρθρίτιδα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχέση με την αρθρίτιδα
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με τις αρθρώσεις του σώματος.