καρπίον

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπίον Medium diacritics: καρπίον Low diacritics: καρπίον Capitals: ΚΑΡΠΙΟΝ
Transliteration A: karpíon Transliteration B: karpion Transliteration C: karpion Beta Code: karpi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of καρπός (A), Theophrastus De Odoribus 32, BGU1120.50 (i B. C.).
II vulgar name for ἐλλέβορος, Hippiatr.11.
III καρπία· κλονία (fort. κλωνία), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

καρπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρπός, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 32. ΙΙ. «ἑλλέβορον, τὸ ἰδιωτικῶς καρπίον καλούμενον» Ἱππιατρ. σ. 43, 15.

Greek Monolingual

καρπίον, τὸ (AM) [[[καρπός]] (Ι)]
μσν.
το φυτό ελλέβορος
αρχ.
1. μικρός καρπός
2. (κατά τον Ησύχ.) «καρπία
κλονία», τα ισχία.