κιθάρισμα

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό, that which is played on the cithara, a piece of music for it, Pl.Prt. 326b, Max.Tyr.7.6, Ach.Tat.2.1, D.C.63.26; κ. ἐκ Βακχῶν Εὐριπίδου SIG648B8 (Delph., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1437] τό, das auf der Cither Gespielte, Plat. Prot. 326 b u. Sp., wie D. Cass. 63, 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
son de la cithare ; morceau de musique joué sur la cithare, composé pour la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθάρισμα -ατος, τό [κιθαρίζω] muziekstuk voor de citer.

Russian (Dvoretsky)

κῐθάρισμα: ατος (θᾰ) τό исполняемая на кифаре вещь: ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα ἐντείνειν Plat. подбирать стихи к музыкальным произведениям.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθάρισμα: ᾰ, τό, τὸ ἐπὶ τῆς κιθάρας κρουόμενον μέλος, μελῳδία διὰ τὴν κιθάραν, Πλάτ. Πρωτ. 326Β.

Greek Monolingual

το (Α κιθάρισμα) κιθαρίζω
νεοελλ.
το παίξιμο της κιθάρας
αρχ.
η μελωδία πού παίζεται στην κιθάρα, που έχει συντεθεί για κιθάρα.

Greek Monotonic

κῐθάρισμα: [ᾰ], -ατος, τό (κιθαρίζω), αυτό που παίζεται στην κιθάρα, κομμάτι μουσικής σ' αυτήν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κῐθᾰ́ρισμα, ατος, τό, κιθαρίζω
that which is played on the cithara, a piece of music for it, Plat.