προαναλέγω

Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A mention before, Mitteis Chr.31v25, 1x1 (ii B.C., Pass.).
II collect, gather before, Sammelb.4425 iii 10 (ii A.D.):—also in Med., Gp.10.22.1.

German (Pape)

[Seite 707] vorher aufzählen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προαναλέγω: ἀναφέρω, μνημονεύω, πρότερον, Papyr. Gr. Peyron 1. 34. II Μέσ., συλλέγω πρότερον, προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων Γεωπ. 10. 22, 1.

Greek Monolingual

ΜΑ
(ενεργ
και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)
αρχ.
αναφέρω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ- + ἀνά + λέγω «μιλώ»].