μειλικτός

From LSJ
Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλικτός Medium diacritics: μειλικτός Low diacritics: μειλικτός Capitals: ΜΕΙΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: meiliktós Transliteration B: meiliktos Transliteration C: meiliktos Beta Code: meilikto/s

English (LSJ)

μειλικτή, μειλικτόν, only in Lyr.Alex.Adesp.35.8 (Mesom.(?)) μύθους μειλικτοὺς ἀνδρῶν ἔργοις, perhaps mingled (cf. ἀμείλικτον· ἄμικτον, Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πραΰνῃ· γνωστὸν ἐκ τῶν συνθέτων μετὰ τοῦ α- καὶ τοῦ δυσ-.

Greek Monolingual

μειλικτός, -ή, -όν (Α) μειλίσσω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να καταπραΰνει ή να εξιλεώσει.