ὑπεικαθεῖν
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
aor. 2 of ὑπείκω, ὑπεικάθοιμι S.El.361, Pl.Ap.32a; 3pl. ὑπείκαθον A.R.4.339; 3sg. ὑποείκαθε Orph.A.706; pres. part. ὑπεικαθέων (as if from *ὑπεικᾰθέω) Opp.H.5.500.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεικᾰθεῖν: ἀόρ. β΄ τοῦ ὑπεικέω, εὐκτ. ὑπεικάθοιμ, Σοφ. Ἠλ. 361, Πλάτ. Ἀπολ. 32Α· Ἐπικ. προστακτ. ὑποείκαθε, Ὀρφ. Ἀργ. 709· μετοχ. ὑπεικαθέων Ὀρφ. Ὕμν. 5. 500· - περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ ἐν λέξ. σχέθω.
Greek Monotonic
ὑπεικᾰθεῖν: αόρ. βʹ του ὑπείκω, ευκτ. ὑπεικάθοιμι, σε Σοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
[aor2 of ὑπείκω opt. ὑπεικάθοιμι
Soph., Plat.