γονιμότης
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A vitality, of the embryo, Theol.Ar.47, Simp.in Ph.503.31.
2 generative power, Dam.Pr.108.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 viabilidad del feto, Theol.Ar.47.
2 capacidad generadora, fecundidad τῶν σπερμάτων Sch.Hes.Th.178, ζωοποιὸς γ. Dion.Ar.CH 15.9
•fig. capacidad o poder generador del Uno, Dam.Pr.108, τῶν εἰδῶν Simp.in Ph.503.31, en lit. crist. τῆς ὑπερουσίου γονιμότητος ἔκφανσις manifestación de fecundidad supraesencial de la Trinidad, Dion.Ar.DN 1.4.
German (Pape)
[Seite 501] ητος, ἡ, 1) Fruchtbarkeit, Schol. Hes. Th. 178 u. Sp. – 2) Geburtsreise neugeborner Kinder, Theol. Arithm. p. 39.
Greek (Liddell-Scott)
γονιμότης: -ητος, ἡ, εὐφορία, παραγωγικότης, καρποφορία, Σχόλ. εἰς Ἡσιόδ. Θ. 178 καὶ μτγν. 2) ζωτικότης νεογεννήτου, Θεολ. Ἀριθμ. 39.