εἰλετίας
From LSJ
English (LSJ)
(sc. κάλαμος), ου, ὁ, a kind of reed, Ammophila arundinacea, Thphr. HP 4.11.13; εἰλεσίας, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -σίας Hsch.
bot., un tipo de caña, arenaria, barrón, Ammophila arenaria (L.) Link, subsp. arundinácea H. Lind., Thphr.HP 4.11.13, cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλετίας: -ου, ὁ, εἶδος καλάμου, ἔστι δὲ ὁ μὲν ἄρρην (κάλαμος) στερεός, καλεῖται δὲ ὑπό τινων εἰλετίας Θεοφρ. Ι. Φ. 11, 13.
Greek Monolingual
εἰλετίας, ο (Α)
είδος καλαμιού.
German (Pape)
ὁ, eine Rohrart, Theophr.