ἐπίπνευσις

Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A spasmodic inspiration, Gal.17(2).750.
II. divine inspiration, ἐ. θεία Str.10.3.9.

German (Pape)

[Seite 971] ἡ, das Anhauchen, θεία, göttliche Begeisterung, Strab. X, 467.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπνευσις: -εως, ἡ, (ἐπιπνέω) ἐπίπνοια, ἔμπνευσις, Λατ. afflatus, ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῖ Στράβων 467.

Greek Monolingual

ἐπίπνευσις, ή επιπνέω
1. πνεύση, πνοή, φύσημα
2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή
3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῖ», Στράβ.).