ἐπίπνευσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A spasmodic inspiration, Gal.17(2).750.
II. divine inspiration, ἐ. θεία Str.10.3.9.
German (Pape)
[Seite 971] ἡ, das Anhauchen, θεία, göttliche Begeisterung, Strab. X, 467.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπνευσις: -εως, ἡ, (ἐπιπνέω) ἐπίπνοια, ἔμπνευσις, Λατ. afflatus, ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῖ Στράβων 467.
Greek Monolingual
ἐπίπνευσις, ή επιπνέω
1. πνεύση, πνοή, φύσημα
2. ιατρ. ταραγμένη, ανώμαλη αναπνοή
3. έμπνευση, επίπνοια («ὅ τε ἐνθουσιασμὸς ἐπίπνευσίν τινα θείαν ἔχειν δοκεῖ», Στράβ.).