πνεύση

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

η / πνεύσις, -εως, ΝΜΑ πνέω
φύσημα, πνοή
αρχ.
η αναπνοή.