ὀμβροφόρος

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀμβροφόρον, rain-bringing, ἄνεμοι A.Supp.35(anap.); παρθένοι (of the clouds) Ar.Nu.299; βρονταί Id.Av.1750; κορῶναι Luc. JTr.31.

German (Pape)

[Seite 330] Regen bringend; ἄνεμοι, Aesch. Suppl. 35; παρθένοι, heißen die Wolken, Ar. Nub. 298; βρονταί, Av. 1750.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte la pluie.
Étymologie: ὄμβρος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ὀμβροφόρος: приносящий дождь, дождевой (ἄνεμοι Aesch.; νεφέλαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβροφόρος: -ον, ὁ φέρων βροχήν, Λατιν. imbrifer, ἄνεμοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 36· νεφέλαι, βρονταὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 299, Ὄρν. 1751.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀμβροφόρος, -ον)
(συν. για νέφος και άνεμο) αυτός που φέρνει, που προκαλεί βροχή («βροντῇ στεροπῇ τ' ὀμβροφόροισιν τ' ἀνέμοις», Αισχύλ.)
αρχ.
φρ. «ὀμβροφόροι παρθένοι» — οι νεφέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + -φόρος].

Greek Monotonic

ὀμβροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρνει βροχή, Λατ. imbrifer, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀμβρο-φόρος, ον, φέρω
rain-bringing, Lat. imbrifer, Aesch., Ar.

English (Woodhouse)

bringing rain