κασοποιός

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κασοποιός Medium diacritics: κασοποιός Low diacritics: κασοποιός Capitals: ΚΑΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kasopoiós Transliteration B: kasopoios Transliteration C: kasopoios Beta Code: kasopoio/s

English (LSJ)

ὁ, (κασῆς, κάσσος) maker of thick garments, PPetr.2p.108 (iii B.C.), Ostr.1616, al. (ii B.C.):—also κασσοποιός (q.v.).

Greek Monolingual

ο (Α κασοποιός και κασσοποιός)
νεοελλ.
κατασκευαστής κασών, κασονιών
αρχ.
πάπ. κατασκευαστής χοντρών μάλλινων φορεμάτων ή υφασμάτων που χρησίμευαν ως σάγματα ή υποσάγματα υποζυγίων, ως τάπητες κ.λπ.