κασοποιός
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ὁ, (κασῆς, κάσσος) maker of thick garments, PPetr.2p.108 (iii B.C.), Ostr.1616, al. (ii B.C.):—also κασσοποιός (q.v.).
Greek Monolingual
ο (Α κασοποιός και κασσοποιός)
νεοελλ.
κατασκευαστής κασών, κασονιών
αρχ.
πάπ. κατασκευαστής χοντρών μάλλινων φορεμάτων ή υφασμάτων που χρησίμευαν ως σάγματα ή υποσάγματα υποζυγίων, ως τάπητες κ.λπ.