ὡρόμαντις

Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ὁ, the hour-prophet, of the cock, prob. in Babr. 124.15 (ὡρομάτην cod. Vat., ὡρονόμον Suid. s.v. πέτανρα).

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
celui qui annonce les heures.
Étymologie: ὥρα, μάντις.

German (Pape)

[Seite 1415] ὁ, der Stundenprophet, Beiwort des Hahns. Vgl. ὡρονόμος.

Russian (Dvoretsky)

ὡρόμαντις: εως ὁ возвещающий часы (эпитет петуха) Babr.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρόμαντις: -εως, ὁ προλέγων τὰς ὥρας, ὁ ἀλεκτρυών, Βαβρ. 124. 5· -ὁ Σουΐδ. ἐν λ. πέταυρα μνημονεύει ὡρονόμος (ἐκ τοῦ Βαβρίου). -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.

Greek Monotonic

ὡρόμαντις: -εως, ὁ, αυτός που προλέγει την ώρα, ο πετεινός, σε Βάβρ.

Middle Liddell

ὡρό-μαντις, εως,
the hour-prophet, of the cock, Babr.

Greek Monolingual

-άντεως, ὁ, Α
(για τον κόκορα) αυτός που προλέγει τις ώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + μάντις.