χρεοκ-
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
χρεολ-, etc., later forms in compos. for χρεω-, acc. to Lob.Phryn.390; but Hdn.Epim.207 prefers the short vowel.
Greek (Liddell-Scott)
χρεοκ-: χρεολ-, κτλ., ἀδόκιμοι τύποι ἐν συνθέσει ἀντὶ χρεω-, κατὰ τὸν Λοβέκ. εἰς Φρύν. 390· εἰ καὶ ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Ἡρῳδιαν. (ἐν Ἐπιμ. 207) προτιμᾷ τὸ βραχὺ φωνῆεν.