διεξετάζω
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
strengthened for ἐξετάζω, Iamb. in Nic.p.88P., Asp. in EN114.22; διεξητασμένος, of a surgeon, Eun.VSp.499B.
Spanish (DGE)
investigar cuidadosamente τὴν ἐναρμόνιον σχέσιν τῶν ἐναντίων la disposición armónica de los contrarios Iambl.in Nic.88, περὶ τοῦ ἀπείρου Phlp.in Ph.493.25, cf. Asp.in EN 114.22, Gr.Nyss.Pss.40.25, Apoll.151.24, Eun.VS 499.
German (Pape)
[Seite 620] verstärktes ἐξετάζω, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
διεξετάζω: ἐπιτεταμ. ἐξετάζω, Γρηγ. Νύσσ. 1. 58D.
Greek Monolingual
διεξετάζω (AM) εξετάζω
εξετάζω με προσοχή όλες τις λεπτομέρειες.