δεσποτεύω
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
= δεσπόζω, LXX 3 Ma.5.28, CIG3702 (Lopadium), D.C.60.28: c. gen., enjoy ownership of.., PGen.60.1 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
1 dominar, ser dueño de c. gen. τῆς Αἰγυπτίων δυνάμεως I.AI 3.87, τοῦ μνήματος IKyzikos 1.9.6, αὐτῶν D.C.60.28.1, cf. Hld.5.28.2
•c. ac. τοῦτο δὲ ἦν ἡ ἐνέργεια τοῦ πάντα δεσποτεύοντος θεοῦ LXX 3Ma.5.28, abs. οἱ δεσποτεύοντες los amos Hld.7.25.4, cf. 8.3.8.
2 ejercer sus derechos de propiedad sobre c. gen. δ. αὐτῶν ἀκωλύτως PAbinn.65.1 (IV d.C.).
3 ejercer como obispo, Bull.Epigr.1969.421 (Lesbos, crist.).
German (Pape)
[Seite 551] = δεσπόζω, τινός Ios. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δεσποτεύω: δεσπόζω, Ἑβδ. (3 Μακκ. ε΄, 28). Συλλ. Ἐπιγρ. 3702, Δίων Κ. 60. 28.
Greek Monolingual
(AM δεσποτεύω)
είμαι δεσπότης, ασκώ απόλυτη εξουσία
αρχ.
είμαι κάτοχος, ιδιοκτήτης ακινήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεσπότης ή < δεσποτεία.
Léxico de magia
c. gen. ejercer el dominio sobre algo ἄναξ Ἄπολλον Παιάν, ὁ τὴν νύκτα ταύτην κατέχων καὶ ταύτης δεσποτεύων soberano Apolo Peán, tú que eres dueño de esta noche y sobre ella ejerces tu dominio P II 8