κιμμερικόν
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
(sc. ἱμάτιον), τό, woman's garment, Ar.Lys.45,52 (κιμβ-cod. R, Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
κιμμερικόν: (δηλ. ἱμάτιον), τό, ἐσθὴς γυναικεία, Ἀριστοφ. Λυσ. 45, 52, κατὰ τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ. καὶ τὸν Φώτ.· κοινῶς κιμβερικόν.