μελανοδοχεῖον
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
τό, inkstand, Aq.Ez.9.2:—also μελανοδόχον, Poll.10.60; and μελᾰνο-δόκον, PLond.2.402v25 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «καλαμάρι», Πολυδ. Ι΄, 60 (Ἀντίγρ. μελανοδόχον).
German (Pape)
τό, = μελανοδόχον, Sp.