προσεμφαίνομαι

Revision as of 11:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

appear to be in a thing, γραμμῇ τἀναντία πως π. Arist. Mech.847b24, cf. Iamb.in Nic.p.72 P.

Russian (Dvoretsky)

προσεμφαίνομαι: (по)являться, возникать Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμφαίνομαι: παθ., φαίνομαι ὅτι ὑπάρχω ἔν τινι πράγματι, τινι Ἀριστ. Μηχαν. ἐν προοιμ. 6.

Greek Monolingual

Α
φαίνομαι ότι υπάρχω μέσα σε κάτι («γραμμῇ... τἀναντία πως προσεμφαίνεται τὸ κοῖλον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐμφαίνομαι «εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι μέσα σε κάτι»].