κροσσοί
From LSJ
English (LSJ)
οἱ, tassels, fringe, Poll.7.64, Hsch.; lappets, θώρακος Gal.18(1).818.
Greek (Liddell-Scott)
κροσσοί: οἱ, = θύσανοι, Πολυδ. Ζ΄, 64· «κροσσούς· τὰ κάτω τῶν ἱματίων τὰ ῥαμματώδη» Ἡσύχ.· ὑποκορ. κροσσίον, τό, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 72· πρβλ. κρόσσαι.
Russian (Dvoretsky)
κροσσοί: οἱ кисти, бахрома (ср. κροσσωτός).