θεμελίωσις
From LSJ
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
English (LSJ)
-εως, ἡ, foundation, LXX 2 Es.3.11, Ph.Byz.Mir.5.1; paving, SIG996.30 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 1193] ἡ, Grundlegung, Gründung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελίωσις: -εως, ἡ, κατάθεσις θεμελίου, θεμελίωμα, Ἑβδ. (Β. Ἔσδρ. Γ΄, 11, κ. ἀλλ.).