κατόπτευσις
From LSJ
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
-εως, ἡ, observation, Procl.Par.Ptol.155, Glossaria:—also written καθόπτευσις, ib.
German (Pape)
[Seite 1404] ἡ, das Ausspähen.
Greek (Liddell-Scott)
κατόπτευσις: -εως, ἡ, κατασκόπευσις, παρατήρησις, Γλωσσ.