μεσημβριάς
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
μεσημβριάδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn. D. 48.590.
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβριάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μεσημβρινός, Νόνν. Δ. 48, 590.
Greek Monolingual
μεσημβριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μεσημβρινός.