τρυφεραίνομαι

Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Pass., to be fastidious, τρυφερανθείς = with a coxcomb's air, Ar.V.688 (anap.).

French (Bailly abrégé)

vivre dans la mollesse.
Étymologie: τρυφερός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυφεραίνομαι [τρυφερός] verwijfd doen.

German (Pape)

pass., verweichlicht werden, durch Schwelgerei und Üppigkeit verdorben werden, τρυφερανθείς Ar. Vesp. 688.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφεραίνομαι: быть изнеженным: τρυφερανθείς Arph. с томным видом.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφεραίνομαι: Παθ., θρύπτομαι, κάμνω ἰδιοτροπίας, «νάζια», τρυφερανθεὶς Ἀριστοφ. Σφ. 688.

Greek Monotonic

τρῠφεραίνομαι: Παθ., γίνομαι δύστροπος, τρυφερανθείς, έχω τον αέρα του λιμοκοντόρου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρῠφεραίνομαι,
Pass. to be fastidious, τρυφερανθείς with a coxcomb's airs, Ar.