κατάκασσα
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
or κατακᾶσα, ἡ, = κάσσα, Call.Fr.184 (κατακάσαι Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1352] ἡ, od. κατακάσα, = κάσσα, Callim. bei E. M. 819, 4, vgl. 494, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκασσα: ἡ, = κάσσα, Καλλ. Ἀποσπ. 184· κατακάσα Ἐτυμολ. Μ. 494. 38, Σουΐδ.· - «κατακάσας· τάς κακοδαίμονας, τάς διὰ τὰ ὀνείδη ὑπὸ αἰσχύνης ἐπὶ οἰκίας μενούσας» Ἡσύχ.