ἑτεροδοξέω

Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

hold an erroneous opinion, Pl.Tht.190e; differ in opinion, περί τινος Ph.1.508.

German (Pape)

[Seite 1048] anderer, bes. irriger Meinung sein, Plat. Theact. 190 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροδοξέω: ἔχω ἑτέραν δοξασίαν, δόξαν εἶναι ψευδῆ τὸ ἑτεροδοξεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε. ― Παρ’ Ἐκκλ., εἶμαι ἑτερόδοξος, αἱρετικός, Ἰγνάτ. 712Β, Εὐσέβ. ΙΙ. 497Α.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροδοξέω: быть особого мнения, судить иначе или превратно Plat.