ἑτεροδοξέω
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
hold an erroneous opinion, Pl.Tht.190e; differ in opinion, περί τινος Ph.1.508.
German (Pape)
[Seite 1048] anderer, bes. irriger Meinung sein, Plat. Theact. 190 e u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροδοξέω: ἔχω ἑτέραν δοξασίαν, δόξαν εἶναι ψευδῆ τὸ ἑτεροδοξεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε. ― Παρ’ Ἐκκλ., εἶμαι ἑτερόδοξος, αἱρετικός, Ἰγνάτ. 712Β, Εὐσέβ. ΙΙ. 497Α.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροδοξέω: быть особого мнения, судить иначе или превратно Plat.