κληδόνιος
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
English (LSJ)
α, ον, giving an omen, = πανομφαῖος, title of Zeus, Sch.Il.8.250, Eust.169.27.
German (Pape)
[Seite 1450] der eine Vorbedeutung giebt, Erkl. von πανομφαῖος, Schol. Il. 8, 250.
Greek (Liddell-Scott)
κληδόνιος: -α, -ον, παρέχων οἰωνόν, προσημαίνων τι, προμηνύων, Εὐστ. 169. 27.
Greek Monolingual
κληδόνιος, -ία, -ον (AM) κληδών
1. αυτός που παρέχει οιωνούς στους ανθρώπους, αυτός που προσημαίνει, που προμηνύει κάτι
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Κληδόνιος
επίκληση του Διός και του Ερμή.