εὐεπίη
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
ἡ, Ion. for εὐέπεια, Hp.Decent.3, AP6.322 (Leon.), IG14.1089, 2012 Cb 4.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπίη: ἡ ион. Anth. = εὐέπεια.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ εὐέπεια, Ἱππ. 22. 53, Ἀνθ. Π. 6. 322, Συλλ. Ἐπιγρ. 6857, 6860.
Greek Monolingual
εὐεπίη, ἡ (Α) ευεπής
βλ. ευέπεια.
Greek Monotonic
εὐεπίη: ἡ, Ιων. αντί εὐέπεια, σε Ανθ.