εὐέπεια
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
English (LSJ)
Ion. and poet. εὐεπίη (q.v.), ἡ, (εὐεπής)
A beauty of language, eloquence, Pl.Phdr.267c; ἐν ταῖς ὁμιλίαις Ph.2.79; εὐέπειαι λόγων Pl.Ax.369d; esp. with ref. to sound, euphony, D.H.Comp.23, al.: coupled with καλλιλογία, Id.Dem.25.
II welcome words, S.OT932 (cf. εὐεπής ΙΙ).
German (Pape)
[Seite 1064] ἡ, Wohlredenheit, Plat. Phaedr. 267 c; oft bei D. Hal. Bei Soph. O. R. 932 freundliche oder Glück bedeutende Rede, Schol. ἡ καλὴ φράσις.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 talent de parole, éloquence;
2 bonne parole, parole de bon augure.
Étymologie: εὐεπής.
Russian (Dvoretsky)
εὐέπεια: ἡ
1 красота речи, красноречие Plat., Plut.: εὐέπειαι λόγων Plat. красивые словосплетения, словесные красоты;
2 ласковая речь, доброжелательные слова: ἄξιος εἶ τῆς εὐεπείας οὕνεκα Soph. ты достоин (этого) за эти ласковые слова.
Greek (Liddell-Scott)
εὐέπεια: ἡ, (εὐεπής) καλλιέπεια, εὐφράδεια, Πλάτ. Φαῖδρος 267C, Διον. Ἁλ. εἰς Δημοσθ. 25, κλ.· εὐέπειαι λόγων Πλάτ. Ἀξίοχ. 369D. ΙΙ. εὔφημος λόγος, εὐφημία, Σοφ. Ο. Τ. 932.
Greek Monolingual
εὐέπεια και ποιητ. τ. εὐεπίη, ἡ (Α) ευεπής
1. η ομορφιά στον λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία («εὐέπειαι λόγων», Πλάτ.)
2. (για ήχο) ευφωνία
3. ευχετικοί, καλοί λόγοι («ἄξιος γὰρ εἶ, τῆς εὐεπείας εἵνεκα», Σοφ.).
Greek Monotonic
εὐέπεια: ἡ,
I. καλολογία, ευγλωττία, ευφράδεια, σε Πλάτ
II. καλά λόγια, ευφημία, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὐέπεια, ἡ,
I. beauty of language, eloquence, Plat.
II. kind words, Soph. [from εὐεπής
English (Woodhouse)
courtesy, kind words, kindly greeting
Translations
eloquence
Arabic: بَلَاغَة, فَصَاحَة; Belarusian: красамоўства; Bulgarian: красноречие, красноречивост; Catalan: eloqüència; Chinese Mandarin: 雄辯, 雄辩, 口才; Czech: výmluvnost, výřečnost; Dutch: welbespraaktheid, eloquentie; Esperanto: elokventeco; Finnish: kaunopuheisuus; French: éloquence; German: Redegewandtheit, Eloquenz, Sprachfertigkeit, Beredsamkeit, Redseligkeit, Redseligkeit; Greek: ευγλωττία, ευφράδεια; Ancient Greek: ἀγορητύς, ἐλλογιμότης, εὐγένεια, εὐγλωσσία, εὐγλωττία, εὐέπεια, εὐεπίη, εὐρημοσύνη, καλλιρρημοσύνη, λογιότης, μοῖσα, μοῦσα, μῶα, μῶσα, πολυφραδία, πολυφραδμοσύνα, πολυφραδμοσύνη, ῥητορεία, ῥώμη τοῦ λέγειν; Hindi: वाक्चातुर्य, वाक्पटुता, वाग्मिता, फ़साहत, बलाग़त, वक्तृता, सुवचन; Hungarian: ékesszólás, beszédkészség; Italian: eloquenza; Japanese: 雄弁; Latin: facundia, eloquium; Macedonian: речитост, красноречивост; Norwegian Bokmål: veltalenhet, språkferdighet; Old Norse: málsnild, málsnilld; Persian: بلاغت, فصاحت; Polish: elokwencja; Portuguese: eloquência; Romanian: elocvență; Russian: красноречие; Serbo-Croatian Cyrillic: рѐчито̄ст, рјѐчито̄ст, краснорѐчиво̄ст, краснорјѐчиво̄ст; Roman: rèčitōst, rjèčitōst, krasnorèčivōst, krasnorjèčivōst; Slovak: výrečnosť; Slovene: zgovornost; Spanish: elocuencia; Swahili: usemaji; Swedish: elokvens, vältalighet; Tajik: балоғат, фасоҳат; Turkish: belagat, konuşma sanatı; Ukrainian: красномовство, красномовність