νυγματικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμᾰτικός Medium diacritics: νυγματικός Low diacritics: νυγματικός Capitals: ΝΥΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nygmatikós Transliteration B: nygmatikos Transliteration C: nygmatikos Beta Code: nugmatiko/s

English (LSJ)

νυγματική, νυγματικόν, suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.

Greek Monolingual

νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.