ὑποδιάκονος

From LSJ
Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδιάκονος Medium diacritics: ὑποδιάκονος Low diacritics: υποδιάκονος Capitals: ΥΠΟΔΙΑΚΟΝΟΣ
Transliteration A: hypodiákonos Transliteration B: hypodiakonos Transliteration C: ypodiakonos Beta Code: u(podia/konos

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, underservant, Posidipp.26.10, Ph.2.17, al., MAMA3.462, al. (Corycus).

German (Pape)

[Seite 1215] Unterdiener, Untergehülfe, Posidipp. bei Ath. IX, 376 f u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιάκονος: [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον διάκονος, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο / ὑποδιάκονος, ΝΜΑ διάκονος
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα αμέσως κατώτερο του διακόνου, βοηθός διακόνου
αρχ.
βοηθός υπηρέτη.