γενναιοπρεπής
English (LSJ)
γενναιοπρεπές, befitting a noble: only in Adv. γενναιοπρεπῶς Ar.Pax988.
Greek (Liddell-Scott)
γενναιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.
Greek Monotonic
γενναιοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενναιοπρεπής γενναῖος, πρέπω alleen adv. γενναιοπρεπῶς zoals het een nobel persoon past.