γενναιοπρεπής

Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

γενναιοπρεπές, befitting a noble: only in Adv. γενναιοπρεπῶς Ar.Pax988.

Greek (Liddell-Scott)

γενναιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.

Greek Monotonic

γενναιοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πρέπω
befitting a noble: adv. -πῶς, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενναιοπρεπής γενναῖος, πρέπω alleen adv. γενναιοπρεπῶς zoals het een nobel persoon past.