ὑδρευτικός

From LSJ
Revision as of 11:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρευτικός Medium diacritics: ὑδρευτικός Low diacritics: υδρευτικός Capitals: ΥΔΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hydreutikós Transliteration B: hydreutikos Transliteration C: ydreftikos Beta Code: u(dreutiko/s

English (LSJ)

ὑδρευτική, ὑδρευτικόν, of or for watering, ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.