ὀκτακάτιοι
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
Dor. for ὀκτακόσιοι, IG5(1).1 A 16 (Sparta); ηοκτακ. Tab.Heracl.2.79.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτακάτιοι: οἱ, Δωρικ. ἀντὶ ὀκτακόσιοι, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1511. 15.
Greek Monolingual
ὀκτακάτιοι, οἱ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. οκτακόσιοι.